- χαραδριόμορφα
- τα, Νζωολ. σημαντική τάξη ευρέως διαδεδομένων πτηνών, με 312 περίπου είδη, κατανεμημένα σε 16 οικογένειες και 3 ανομοιογενείς υποτάξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. charadriiformes < charadrius (< χαραδριός) + -iformes (< form «μορφή»)].
Dictionary of Greek. 2013.